ναοφυλακία — ναοφυλακία, ἡ (Α) [ναοφύλαξ (Ι)] (ως ιερατικό αξίωμα) περιφρούρηση, φύλαξη ναού … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ναοφύλακας — νᾱοφύλακας , ναοφύλαξ keeper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναοφύλακες — νᾱοφύλακες , ναοφύλαξ keeper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)