ναοφύλαξ

ναοφύλαξ
(I)
(ναοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φύλαξ].
————————
(II)
ναοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κυβερνήτης ή ο πηδαλιούχος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής γενικής τού δωρ. τ. ναός (= νηός) τής λ. ναῦς «πλοίο» + φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναοφυλακία — ναοφυλακία, ἡ (Α) [ναοφύλαξ (Ι)] (ως ιερατικό αξίωμα) περιφρούρηση, φύλαξη ναού …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • ναοφύλακας — νᾱοφύλακας , ναοφύλαξ keeper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναοφύλακες — νᾱοφύλακες , ναοφύλαξ keeper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”